Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΓΟΗΤΕΙΑ- ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΔΑΝΙΗΛ

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΓΟΗΤΕΙΑ

Χόρευε στους ήχους της ποπ, λικνιζόταν στο κατάστρωμα κι ετοιμαζόταν να κατακτήσει τα νησιά. Τότε ήταν που την είδα. Την ώρα της παράξενης ησυχίας, όταν το πλοίο είχε φορτώσει επιβάτες και οχήματα και ήταν έτοιμο να λύσει κάβους. Εκείνη η περίεργη ησυχία πριν τα χοντρά παλαμάρια πέσουν στο νερό και αργά-αργά τραβηχτούν πάνω. Γεμάτο το κατάστρωμα, παρέες-παρέες, με σάκους, μαγνητόφωνα και φωνές. Κι αυτή αεικίνητη μες στο πλήθος περπατούσε σείοντας το κορμί της ανάμεσα στους ανθρώπους που κάθονταν νωχελικά στις πλαστικές καρέκλες κάτω απ’ τον ήλιο. Ναι, πήγαινε να κατακτήσει τα νησιά.

Είχα ανεβεί κι εγώ πάνω στο κατάστρωμα για να μη χάσω την επισημότητα του απόπλου, κουρασμένος απ’ τις καθημερινές έγνοιες, αλλά με την αίσθηση ελευθερίας απ’ την ώρα που θα σηκωνόταν ο καταπέλτης του πλοίου. Αργά-αργά άρχισε να βγαίνει από το λιμάνι χαιρετώντας μ’ ένα σφύριγμα τα αγκυροβολημένα αδέλφια του, που περίμεναν κι αυτά την ώρα της αναχώρησής τους. Ξεμάκραινε και τώρα φαίνονταν από μακριά στις αποβάθρες οι συνωθούμενες νταλίκες, τα αυτοκίνητα και οι άνθρωποι που θα γέμιζαν τα υπόλοιπα πλοία. Ο ήλιος άρχισε να καίει, πνιγηρός ο εξωτερικός χώρος του καραβιού. Μόνο κάποιοι τουρίστες κάθονταν ξεσάρκωτοι μες στο λιοπύρι και πότιζαν το σώμα τους με ήλιο που είχαν στερηθεί στις πατρίδες τους. Ένας απλός ταξιδώτης και γω κατευθύνθηκα προς τον κλιματιζόμενο εσωτερικό χώρο και απλώθηκα σιωπηρός σ’ ένα από τα καθίσματα της τουριστικής θέσης. Τώρα αισθανόμουν ελεύθερος. Ο βόμβος των μηχανών με είχε πάρει στην αγκαλιά του κι έγειρα το κεφάλι μου στην άκρη του καθίσματος. Ένας γλυκός ύπνος, μια ελαφρότητα με περιέλουσε κι έμεινα κάμποση ώρα έτσι, ακίνητος, χωρίς ήχους γύρω μου, χωρίς καμία σκέψη. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, ίσως κανά δυο ώρες, όταν άνοιξα τα μάτια μου και αργοσάλεψα στο κάθισμά μου. Σηκώθηκα, πήγα στην τουαλέτα κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου. Περπάτησα μέχρι το μπαρ και αφού περίμενα στην ουρά, πήρα τον καφέ μου και βγήκα ξανά στο κατάστρωμα. Το καράβι άφηνε τώρα τις ακτές της Αττικής και ανοιγόταν στο πέλαγος. Γαλάζιος ορίζοντας, ελαφρό αεράκι και μακρύτερα, αχνές ακόμα η Τζιά και η Κύθνος. Φρεσκάδα έλουσε το πρόσωπο μου κι αφέθηκα να χαθώ στο τοπίο με τις μικρές στάλες απ’ τα κύματα και τους γλάρους που ζυγίζονταν δίπλα από το φουγάρο. Το πλοίο τραβούσε ολοταχώς τη ρότα του για τα νησιά, φορτωμένο με την ξενοιασιά των παραθεριστών, μέσα σ’ ένα τοπίο ελευθερίας. Γύρισα το βλέμμα μου. Και ξαφνικά την είδα. Στεκόταν ανέμελη στην άκρη του πλοίου, ο αγέρας ανέμιζε τα μαύρα της μαλλιά, ίδια νεράϊδα, ξωτικό της θάλασσας. Γλυκιά μεσογειακή ομορφιά, με μάτια μεγάλα, διαπεραστικά, βλέμμα ερωτικό, προκλητικό, σώμα που έσφυζε μέσα από το τζην και το ελαφρό μπλουζάκι. Στήθια μεγάλα, μέση λεπτή, πόδια δυνατά, και ολόκληρη ηλιοκαμένη. Θύμιζε κείνες τις παθιασμένες μιγάδες του κινηματογράφου, μόνο που τη θωριά της την απάλυνε η μεσογειακή καταγωγή της. Σήκωνε το κεφάλι και αφηνόταν στον ήλιο, στον αέρα, στη θάλασσα να της χαϊδεύουν γαργαλιστικά το κορμί, ηδυπαθής με το πάθος της έτοιμο να ξεσπάσει και να καταβροχθίσει στους κόλπους του αυτόν που θα παραδιδόταν στα θέλγητρά της. Τώρα το καράβι πέρναγε πίσω απ’ την Κύθνο και τ’ αποβράσματα του κάβο-ντόρο το κουνούσαν ρυθμικά. Μαζί κουνιόταν και η μορφή της. Ο πελαγίσιος αγέρας αγκάλιαζε το κορμί της και το έλουζε με τις θαλασσινές σταγόνες που έφερνε το κύμα. Μπροστά μας ανοιγόταν το φωτεινό τοπίο των Κυκλάδων. Ήλιος, βράχοι, απέραντο γαλάζιο, μια φωτεινότητα πρωτόγνωρη, σαν από άλλο κόσμο. Το καράβι χανόταν σ’ αυτόν τον ορίζοντα, όπου κάποτε φάνηκε ο Απόλλων και έδωσε το φως. Κι αυτή φαινόταν να βασιλεύει μέσα σ’ αυτό το αρχαίο τοπίο και να ιερουργεί με τα θέλγητρά της, την ώρα που ζέστη καυτή και αεράκι πελαγίσιο κατέκλυζαν τη μοναδική αυτή εικόνα. Ο ήλιος δεν την έκαιγε, αλλά τη χάιδευε και έδινε στο σώμα της λάμψη και στα μάτια της μια απόκρυφη γοητεία. Ο βόμβος της μηχανής φαινόταν να συνοδεύει το μαυλιστικό της βλέμμα, αργά και επίσημα. Όλα πάνω της ανέδιαν ζωή. Ποια ήταν; Η Αφροδίτη, η Αστάρτη, η Λητώ, η Παναγιά, μια πριγκιποπούλα από τα χρόνια του Μεσαίωνα; Τα νησιά προσμέναν την παρουσία της. Κι αυτή ρουφούσε τον ήλιο, τον αγέρα, τις σταγόνες απ’ τα κύματα και χαιρετούσε τα ξωκλήσια και τους φάρους που έστεκαν επιβλητικά στην άκρη των απότομων βράχων. Μια Νύμφη είχε ξεπεταχτεί μέσα από τα αρχέγονα νερά, θυμίζοντας ότι η ομορφιά υπάρχει, απλώνεται σαν προστατευτικό πέπλο γύρω από τα σώματα και την ψυχή και αποκαλύπτεται μια μέρα καλοκαιριού καταμεσής στο πέλαγος. Όλα φαίνονταν μακρινά, σαν να μην υπήρχαν. Οι σκοτούρες, οι καθημερινές έγνοιες, οι τεράστιες, αχανείς πόλεις με την έντασή τους και τα ψυχολογικά προβλήματα των κατοίκων τους είχαν εξαφανιστεί. Σαν να ανήκαν σε κάποιο απώτερο παρελθόν. Φως και ζωή αναδεύονταν μαζί με τη μορφή της και το κούνημα του καραβιού. Σε λίγες ώρες ένα από αυτά τα νησιά θα δεχόταν την εισβολή της. Το καράβι θα εισχωρούσε με θόρυβο στο λιμάνι, θα έριχνε με επισημότητα τους κάβους και τους καταπέλτες. Το λιμάνι θα ζωντάνευε με μια γλυκιά ένταση καθώς οι ταξιδευτές θα αποβιβάζονταν, καινούργιοι επιβάτες θα περίμεναν να ανεβούν στο πλοίο, ιδιοκτήτες ενοικιαζομένων δωματίων θα σήκωναν πλακάτ με « rooms to rent», αυτοκίνητα και φορτηγά θα ελίσσονταν για να μπουν και να βγούν από και προς το λιμάνι, λιμενικοί κι αξιωματικοί του πλοίου θα φώναζαν, ενώ πάνω στα καταστρώματα θα κρέμονταν οι παραθεριστές για να δουν τον κατάπλου και τον απόπλου καθώς και μια εικόνα του νησιού έτσι όπως εμφανίζεται σε κείνες τις στιγμές. Εκείνη θα πεταγόταν από το πλοίο με βήματα ανάλαφρα, χαμογελώντας μέσα στον ήλιο και το ξερό τοπίο του μεσημεριού, θα αντάμωνε την παρέα της και θα αδημονούσε πότε να βρεθεί σε μια παραλία. Θα έφθανε στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο, θα έβγαζε τα ρούχα της και το θείο κορμί της θα δεχόταν το νερό απ’ το ντους που θα πλημμύριζε τα μαλλιά, τα στήθια και τους γλουτούς της. Κι έτσι υγρή με τις σταγόνες να αχτινοβολούν πάνω στο κορμί της θα ξάπλωνε στα λευκά σεντόνια μουσκεύοντάς τα και ενώνοντάς τα με τη ζέστη του μεσημεριού, τα τζιτζίκια και την ελαφριά μυρουδιά απ’ τα αρμυρίκια και την κάπαρη που έφερνε το ελαφρό αεράκι. Το σώμα της πονούσε για έρωτα κι η θάλασσα αδημονούσε να το δεχτεί στην αγκαλιά της. Έφεγγε το απόγευμα καθώς κατέβαινε στην παραλία. Χάθηκε μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας, ενώ τα ίχνη απ’ τα πόδια της στην άμμο θα ανέδιδαν έναν πόθο μυστηριακό. Θα έβγαινε ύστερα, αργά, τελετουργικά προς την ακτή, το σώμα της θα απλωνόταν πάνω στην πετσέτα και το αντηλιακό θα άστραφτε πάνω στο κορμί της, ενώ η γη που πάνω της θα ξάπλωνε, θα δεχόταν τη ζεστασιά του. Άντρες και γυναίκες θα παρατηρούσαν την ομορφιά της, ενώ εκείνη θα χαμογελούσε και θα κοίταζε το πέλαγος που ανοιγόταν μπροστά της. Οι φίλες της θα την κοιτούσαν περίεργα και θα ένιωθαν μειονεκτικά, αφού όλα τα βλέμματα θα ήταν καρφωμένα πάνω της. Και οι άντρες θα στέκονταν αμήχανοι, αποσβολωμένοι μπροστά στην ομορφιά της. Πόσοι και με ποιά πρόφαση δεν θα συγκεντρώνονταν γύρω της σαν θα πήγαινε στο παραλιακό μπαρ για να πιει ένα ice tea! Τα μπαρ, οι ταβέρνες και η παραλία θα γέμιζαν ερωτισμό. Κυρίαρχη στο τοπίο, με τα παιχνιδιάρικα μάτια της, θα μαύλιζε όσους την πλησίαζαν με μια απέλπιδη προσπάθεια προσέγγισης. Και το βράδυ θα κατακτούσε το νησί. Στα μπαράκια και στα clubs θα μοίραζε το χαμόγελό της σε όλους, θα χόρευε με όποιον την πλησίαζε και θα ενωνόταν σε μια παρέα με όλους τους θαμώνες, προοιωνίζοντας μια ατέλειωτη νύχτα που θα έμενε αξέχαστη. Χόρευε στο υπαίθριο club που είχε σαν ντεκόρ πολεμίστρες πάνω στην άκρη του βράχου κι από μακριά, στ’ ανοιχτά, τα φώτα των πλοίων της γραμμής που αρμένιζαν περήφανα στη νύχτα του Αιγαίου, θα της έστελναν το μήνυμα της χαράς και της αγάπης. Λίγο πριν την αυγή, θα γυρνούσε στο δωμάτιό της, θα γδυνόταν, και το σώμα της θα ήταν πλημμυρισμένο από δροσερό υδρώτα, μυρουδιές καλλυντικών και ευωδιά από την αύρα του νησιού. Τα βλέφαρά της θα έκλειναν ήρεμα, ηδονικά κι ένα κορμί θα ανέπνεε αργά, χαλαρά στην αγκαλιά του ύπνου. Οι άντρες θα έμεναν ξάγρυπνοι πάνω στις άκρες του νησιού, συζητώντας για την ομορφιά της, ενώ ο ήλιος θα ανέτειλλε σιγά-σιγά μέσα απ’ το πέλαγος.

Κάποτε θα ερχόταν ο έρωτας. Ίσως έτσι όπως τον είχε ζωγραφίσει στο όραμά της. Μπορεί έπειτα από μια τρελή βραδιά όπως απόψε, μπορεί έπειτα από μια ατέλειωτη κουβέντα στην παραλία και στη γλύκα του ηλιοβασιλέματος, μπορεί καθώς έβγαινε η πανσέληνος του Αυγούστου πάνω από το νησί. Και τότε θα άγγιζε το όνειρο και η ύπαρξή της θα σπαρταρούσε μέσα στον ερωτικό παροξυσμό, ενώ το μελτέμι και οι μουσικές των clubs θα αναμειγνύονταν σε μια εκστατική κορύφωση μέσα στο πανάρχαιο τοπίο του Αιγαίου.
Το καράβι απέπλευσε για να συνεχίσει τη ρότα του προς τα άλλα νησιά. Ο αέρας δυνάμωσε, τα μποφόρ αυξήθηκαν, κι εγώ όρθιος στο κατάστρωμα, κυρίαρχος των κυμάτων, ατένιζα τις τελευταίες εικόνες του νησιού που αφήναμε πίσω μας. Μόνο λόγια προσευχής ήρθαν στη σκέψη μου κοιτάζοντας το αφρισμένο πέλαγος και τα ημίγυμνα κορμιά των κοριτσιών γύρω μου, που ταξίδευαν για ν’ αγκαλιάσουν το όνειρο σε κείνα τα μυθικά ακρογιάλια, σε τόπο που μοναδικό τον όρισε η φύση να στέκεται ανάμεσα στο άσπρο, το γρίζο και το γαλάζιο.



Νίκος Δανιήλ

1 σχόλιο: