Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΣΥΛΛΑΣ: "ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ" ΕΚΔ. ΑΛΔΕ. ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΔΑΝΙΗΛ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΣΥΛΛΑΣ
ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΔΕ

Ο Χρήστος Δεσύλλας έπειτα από δέκα μυθιστορήματα, από τα οποία ξεχώρισαν «Η Κρύπτη», το «Αχ! Ανδριανή», «Τα Ξανθά Γεράκια» και το πρόσφατο του «Αναζητώντας το Τρίτο Καρφί», μια συλλογή διηγημάτων και δύο παιδικά βιβλία, εμφανίζεται με τη νουβέλα «Τα Σκαλοπάτια της Κόλασης».

Η νουβέλα αυτή συμπτίσει κατά τρόπο αριστοτεχνικό το περιεχόμενο ενός ολόκληρου μυθιστορήματος. Το νεοκλασικό σπίτι που στεγάζει την πολύπαθη ιστορία της πρωταγωνίστριας, του συζύγου της, του ανάπηρου και ψυχολογικά ασταθή γιού, την αμφίβολης ποιότητας ζωή που διάγει η κόρη καθώς και η παρουσία της μισοανάπηρης οικιακής βοηθού, δημιουργεί ένα σκηνικό δράματος που εξελισσεται για χρόνια μέσα σε αυτόν το χώρο.

Η δράση εξελισσεται με ταχύτατους ρυθμούς, τα συναισθήματα και οι εκρήξεις αγωνίας, μίσους και απογοήτευσης εναλλάσσονται με ξεκάθαρους και απόλυτους ρυθμούς, η περιγραφή των κοινωνικών καταστάσεων αποτυπώνεται με ελάχιστες λέξεις και περιγραφές που στοχεύουν κατευθείαν στον πυρήνα της περιρέουσας ατμόσφαιρας.

Όλα αυτά χάρι στη συγγραφική δυνότητα του Χρήστου Δεσύλλα που μεταχειρίζεται κατά άψογο τρόπο τη ροή των γεγονότων οδηγώντας σε μια κορύφωση-κάθαρση κυριολεκτικά στα σκαλοπάτια της κόλασης, γεγονός που οδηγεί, θα τολμούσαμε να πούμε, σε ένα θεατρικό σκηνικό, όπου η νουβέλα αυτή θα μπορούσε να πάρει εκρηκτικές σκηνοθετικές διαστάσεις.

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: " ΑΝ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ". ΕΚΔ. ΧΑΤΖΗΛΑΚΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ

«Την κοίταξε και μια βουβή ζήλια τύλιξε την καρδιά του Πάρη. Το κύμα βγαίνει μέσα από τα μαβιά κοχύλια! Είπε σπάζοντας τη σιωπή της, καθώς χανόταν με ονειροπόλο βλέμμα στον ορίζοντα. Κι απ΄τις φωνές του ανέμου, απάντησε με ανάλογη αισθαντικότητα εκείνος».

Το «Αν αγαπήσεις ποτέ» είναι το πέμπτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστακόπουλου. Μετά τον πρόσφατο χωρισμό του, ο Πάρης θέλει να γράψει ένα βιβλίο με θέμα το πάθος ενός καθηγητή για μια νεαρή φοιτήτρια. Ανεξήγητες όμως καταστάσεις- μια γυμνή ζωγράφος που μαζί με το πορτρέτο του αποκαλύπτει και τον κρυμμένο του εσωτερικό κόσμο, η αρνητική επιρροή του αγάλματος μιας άγνωστης θεάς, μια γοητευική παντεμένη γυναίκα και η πρώην σύζυγος του- τον αναστατώνουν.

Ώσπου κάποτε θα γνωρίσει την Αγαύη που θα την ερωτευθεί αμέσως και κάθε στιγμή μαζί της θα είναι ξεχωριστή. Που θα οδηγήσει αυτός ο έρωτας; Ποιο ήταν το μεγάλο μυστικό του Πάρη και ποια η σχέση του με τον ήρωα του μυθιστορήματος που ήθελε να γράψει;

Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για την αγάπη, τον έρωτα και το πάθος, αλλά και την ευτυχία, τη ζήλια και τη χίμαιρα, την προδοσία, το φόβο, την ελπίδα, τα όνειρα. Κρατά τον αναγνώστη δέσμιο από τις πρώτες σελίδες.

Νίκος Δανιήλ

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

ΤΟ ΚΕΡΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΕΣ- ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΥ

ΤΟ ΚΕΡΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΕΣ

Θέλω να μιλήσω στη γλώσσα σου απλά.
Το λιτό μεσοφόρι μου
στο γυμνό σου σώμα ν’ ακουμπήσω,
ένα μου δάκρυ κι ένα χαμόγελο.
Αυτά έχω σήμερα, μικρή μου Maritte.
Ίσα με τον άλλο μήνα
θα λάβεις τα’ ελαφρύ δεματάκι μου.
Μέσα στ’ αλουμινόχαρτο δεν θα ‘βρεις κάτι
για τα πικραμένα σου χείλη
μα μονάχα το χτενάκι για τα ηλιοκαμένα
μαλλάκια σου,
και το κερί που μου ζήτησες.
Να φυλάγεσαι Maritte
και ν’ ανάβεις το ίδιο κερί σαν σουρουπώνει
έστω μια φορά κάθε δεκαπέντε φεγγάρια,
εκεί που κοιμάται η μάνα σου.
Στο φως του κεριού θα σε βλέπει.
Τότε σιγοψυθύριζέ της το σκοπό για το ποτάμι π’ αγαπούσε
θα δεις που θα σου χαμογελάει τότε σαν άλλοτε.
Αυτό θα την ξεκουράζει να ξέρεις.
Γειά σου Maritte, και το γράμμα σου στείλε
στη νέα μου διεύθυνση, ξέρεις, άλλαξα πάλι υπόγειο.

Από την ποιητική συλλογή " ΕΝ ΤΩ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ". Εκδ. Ιδμων

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Ο ΠΑΝΑΗΣ ΑΛΤΣΙΤΖΟΓΛΟΥ (1899-2009)- Η ΠΡΩΗΝ " ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΣ ΜΗΧΑΝΗ" ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΑΠΌ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΦΩΣ" - ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Νάτος, ο πρώην νταής και φθοροποιός μηχανή, που περπατάει σαν υπνωτισμένος μέσα στη νύχτα. Δείχνει πως δε ξέρει κατά που πάει. Περνάει μέσα από φώτα που τον βάφουν με χρώματα φωσφορικά. Άνθρωποι γύρω του κινιούνται, ζευγαράκια από νέα παιδιά που ξεκαρδίζονται ανέμελλα, μοναχικοί και σκυμένοι που γυρίζουν πτώμα στα σπίτια τους, γυναίκες μοναχές που προχωρούν γρήγορα, σα να πηγαίνουν σε κάτι πολύ σημαντικό. Ξένοι έχουν στρωμένες πραμμάτειες με αχρηστα είδη, ένας πουλάει κάτι ξεπλυμένες ζωγραφιές με τραγικά ηλιοβασιλέματα. Αυτοκίνητα καλογυαλισμένα τό΄να πίσ΄απ΄τ΄άλλο, λεωφορεία που μουγκρίζουν βγάζοντας σκοτεινούς ατμούς, τρόλευ. Αηδιάζει. Χώνεται σ΄ένα σκοτεινότερο στενό και αλλάζει δρομολόγιο προς τα Πετράλωνα.

- Μπα, σα τα χιόνια. Καιρό έχουμε να σε δούμε. Πώς έτσι;
- Δε ξέρω, μού΄ρθε.
- Έλα πάνω.

Της αφήνει με το έμπα εκατό euro στο κομοδίνο.
- Πάντα γαλαντόμος. Μακάρι νά΄χα μερικούς ακόμα πελάτες σα κι εσένα.
Της χαμογελάει σα να του σηκώνει ένα βίντσι τα χείλια.
- Άκεφος είσαι. Τί κουβαλάς στην καρδιά;
- Μυρμήγκια. Στην εξοχή ήμουνα.
- Έλα, ξάπλωσε, θα σου περάσουν όλα.

Χύνεται το μεγάλο σώμα του στο κρεβάτι και στηλώνει τα μάτια στο ταβάνι.
- Άντρακλά μου εσύ...
- Κοίτα, αν μπορούσαμε να μη μιλάμε...
- Όπως θέλει τ΄αγόρι μου.

Τζίφος. Δε μπορούσε. Δεν έφταιγ΄εκείνη, κάτι μέσα του που τον κοίταγε μ΄ένα μάτι ειρωνικά. Η γυναίκα του χαμογελάει φιλικά και τον χαϊδεύει στο μέτωπο. Κάτι πάει να του πει, ακουμπάει την παλάμη του στο στόμα της.
- Σσς..., άστο.

Σηκώνεται κι αρχίζει να ντύνεται. Τον κοιτάει εκείνη, πάει να του δώσει πίσω τα λεφτά.
- Αστειεύεσαι; Ήσουν πάντα φίνα μαζί μου, απόψε όμως, κάπως είμαι...

Περπατάει πάλι χωρίς να ξέρει που πάει. Τον πηγαίνει όμως ο άλλος από μέσα του κι απ΄τα Πετράλωνα βρέθηκε στου Ψειρρή. Όχι απλά εκεί αλλά σε συγκεκριμένο σημείο και περνώντας από ένα μπαράκι, τη βλέπει. Κάθεται με δυό άλλα νέα αγόρια και μιά που της μοιάζει πολύ. Μπερδεύεται, κάνει να συνεχίσει, αλλά ο άλλος μέσα του τον φρενάρει. Το γρήγορο μάτι της τον είδε. Μένει άγαλμα γιά μιά στιγμή. Την επόμενη τινάζεται πάνω και βγαίνει έξω τρέχοντας.
- Δε το πιστεύω! Δε το πιστεύω, εσύ, εδώ; Στάσου, περίμενε να πω αντίο κι
έφτασα.
Οι άλλοι γυρίζουν και τον κοιτάν παραξενεμένοι. Τραβιέται στο πλάι.
Τον αγκαλιάζει και νιώθει ένα άλλο σώμα απ΄αυτό που ήξερε. Σα μαλακό, σα παραλυμένο, που κάπου αλλού βρίσκεται.
- Μού΄λειψες. Δε παραξενεύτηκες που δε σε πήρα καθόλου;
- Δε ξέρω.
- Νόμισες πως δεν ήθελα να σ΄ενοχλήσω, δεν ήταν όμως αυτό. Με πλησίασαν και με ρωτούσαν γιά σένα...
Δαγκώνεται ο Παναής. Σφίγγει το σώμα του και την τραβάει γρήγορα σ΄ένα στενό. Κοιτάζει γύρω του νευρικός. Αυτό δε τό΄χε υπολογίσει. Τη χώνει σε μιά μισάνοιχτη πόρτα και σκάζει μύτη έξω. Περιμένει, τίποτα, ψυχή.
-Κάτι έχεις κάνει. Τί;
- Τίποτα. Με θέλουν γιά παλιές ιστορίες.
Την κοιτάζει και τα μάτια του είναι κουρασμένα αλλά αστράφτουν.
- Είμαι σα χίλια κιλά απόψε. Μείνε μόνο μαζί μου...
- Δε σε πήρα γιατί φοβήθηκα μη παρακολουθούν το κινητό.
- Καλά έκανες. Το δικό μου είναι σε άλλο όνομα. Νεφέλη (επιτέλους, είπε τ΄όνομά της), σ΄εμπιστεύομαι. Τό΄χω κι ανάγκη να σ΄ εμπιστευτώ. Μη φοβάσαι, δεν έχω κάνει κάτι που να με τρομάζει. Και να με βρούνε, δεν έχουν τίποτα να μου φορτώσουν, μονάχα μου τη δίνει όταν με ψάχνουν. Από μικρό παιδί τό΄χα αυτό. Έλα, θα πάρουμε ταξί και θα πάμε κάπου ήσυχα να μιλήσουμε. Μπορείς;

Το ταξί τους άφησε σε μιά σκοτεινή παραλία με κλειστά μαγαζιά. Κάθησαν δυό βήματα από τη θάλασσα και τά΄βγαλε όλα. Όλα, από την αρχή. Ακόμα και την ημερομηνία που γεννήθηκε της είπε, ξαλάφρωσε. Σα νά΄ταν η πρώτη φορά που ήρθε κοντύτερα στους άλλους αυτού του κόσμου. Η Νεφέλη τον άκουσε χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να ρωτήσει τίποτα.
- Δεν έκανα λάθος μαζί σου, αξίζεις, της είπε τρυφερά.
- Ούτε κι εγώ με σένα. Είμαι κοντά σου. Θα στηρίξω.
- Ο δρόμος τελειώνει όμως μανίτσα μου, εδώ τελειώνει...
Τινάχτηκε.
- Τελειώνει, τί; Εμείς;
- Όχι, εγώ. Εσύ θα συνεχίσεις.
- Δε το πιάνω. Πες μου!

Ο Παναής κοίταξε πέρα, μέσα στο σκοτεινό της θάλασσας κι είδε την πέτρα να χοροπηδάει στα νερά λάμποντας.
- Κοίτα εκεί. Βλέπεις;
- Όχι. Τί;
- Τίποτα. Κάτι μου φάνηκε πως είδα. Έλα να περπατήσουμε λίγο. Πάρε πρώτα ότι
έχω πάνω μου.
Άδειασε τις τσέπες του όλες κι αράδιασε μερικά πραμματάκια μπροστά της (στο τέλος αυτής της ιστορίας παρατίθεται λεπτομερής κατάλογος των προσωπικών αντικειμένων του),
- Κι αυτό το μασούρι (ένα μάτσο χρήματα πιασμένα μ΄ένα λαστιχάκι).
- Δε καταλαβαίνω γιατί το κάνεις αυτό...
- Κοίταξε, Νεφέλη, θέλω να σου ζητήσω μιά χάρη. Να κάτσουμε κάτω απ΄αυτό
το πεύκο και να ξαπλώσω στο χώμα... Έλα, να σε φιλήσω.

Έχωσε το πρόσωπό του μέσα στις ρίζες των μαλλιών της και τη μύρισε βαθιά. Της φίλησε τα δυό απορημένα μάτια της και δε την άφησε να συνεχίσει. Ξάπλωσε δίπλα της κι ένα κόκκινο χρώμα άρχισε να τον καλύπτει.

Κράτα με.

Το χέρι της χάθηκε μέσα στη μεγάλη παλάμη του. Της το έσφιξε γερά καθώς το αίμα άρχισε να κοχλάζει μέσα στις αρτηρίες του και τον έβαψε βυσινιό.

-Φρόντισε, σε παρακαλώ, να καώ.
-Μηηη... ούρλιαξε εκείνη.

Ένα τίναγμα και το πρόσωπό του άλλαξε διάταξη. Τ΄αριστερό του φρύδι συσπάστηκε, σα να το χτύπησε ρεύμα ηλεκτρικό, και κατέβηκε στραβά προς τα κάτω, το γκρίζο μάτι του θόλωσε και ανεβοκατέβηκε φρενιασμένο, το μάγουλό του φούσκωσε και σα κυματάκι μετακινήθηκε και καβάλλησε το δεξί, το στόμα του γύρισε τη μιά του άκρη προς τα πάνω, η γλώσσα πήγε να βγει έξω, αλλά τη συγκράτησε (ήθελε να περιωρίσει την παραμόρφωση, από ντροπή γιά κείνη).
Ένα τίναγμα ακόμα, ένα μαύρο υγρό που κύλησε απ΄το στόμα του, ένας αναστεναγμός και, αυτό ήταν. Το μεγάλο σώμα έμεινε ακίνητο κι η πέτρα βούλιαξε στο βυθό της σκοτεινής θάλασσας.

Έτζι, μ΄αυτόν τον τρόπο, στις 6:οο του πρωινού της 7ης Απριλίου του 2009, τέλειωσε τις μακριές του ημέρες ο πρώην νταής, Παναής Αλτσίτζογλου, που είδε το φως του ήλιου σε μιά φτωχογειτονιά της Πόλης, εν έτει 1899.
Τελείωσε κρατημένος από τα χέρια της Νεφέλης, ενός νέου κοριτσιού, φτιαγμένου από αέρα και φως, που ανήκε σ΄ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε. Ίσως και γι αυτό το λόγο να πέρασε στην άλλη διάσταση χαλαρός κι ανάλαφρος...

ΥΓ. Και κάτι ακόμα. Οι λέξεις τρίβονται, ξεφτίζουν και χάνουν το πραγματικό νόημά τους. εξαιτίας της λήθης και της ανοησίας μας. Να θυμάστε ότι νταής δε σήμαινε αυτό που νομίζουμε σήμερα. Ελπίζω ότι η περίπτωση αυτού του μοναχικού ανθρώπου να σας έπεισε λίγο γι αυτό.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΝΤΑΗ, Παναή Αλτσίτζογλου

κουτάκι μικρό από σουλφαμίδες του 1940 με λευκοπλάστες και γάζες,
τέσσερα λαστιχάκια,
εισιτήριο λεωφορείου ,
τρία κλωνάρια κανέλας,
πορτοφόλι με κάρτες, άσχετα χαρτιά και αποδείξεις, μιά οικογενειακή φωτογραφία που τον έδειχνε να κάθεται στα γόνατα του μουστακαλή πατέρα του και μιά πολύ σοβαρή μάνα,
ένα μαραμένο γαρύφαλο,
ένας μικρός δίκοπος κόφτης,
ένα μικρό αντικείμενο με μιά λαμίτσα παραβίασης κλειδαριών,
ένα διπλωμένο χαρτάκι που έγραφε: «Με ρώτησες αν σ΄αγαπώ καθόλου• ναι, σ΄αγαπάω! – όποτε χρειαστείς κάποια βοήθεια, σφύρα μου. Θαρθώ – με τον τρόπο μου. Μη το ξεχνάς – Π.Α.

Το 8 και το 9 ήταν τυλιγμένα, το καθένα τους, σ΄ένα χαρτάκι που έγραφε, «γιά ξεφόρτωμα».
________________________________________

ΜΙΚΡΕΣ- ΠΛΑΓΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΛΙΠΟΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΝΤΑΗ ΠΑΝΑΗ ΑΛΤΣΙΤΖΙΟΓΛΟΥ

Τρεις μέρες είχα πέσει σε μιά σκοτεινή τρύπα κι έλεα, πώς να τελειώσω τη ζωή αυτού του μοναχικού ανθρώπου; Σαν υπνοβάτης ήμουνα. Μου μίλαγαν και δεν άκουα. Δεν ήταν ότι βιαζόμουν να τελειώσω την ιστορία. Ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος έκατσε ξαφνικά μέσα μου και, βαρύς όπως ήταν, με τραβούσε προς τα κάτω, χωρίς τελειωμό. Κάτι άλλο που ήταν καινούριο γιά μένα, αλλά με μπέρδευε κιόλα, ήταν ότι, γιά πρώτη φορά μιά φιγούρα που πλάστηκε στο κεφάλι μου, μού΄παιζε κρυφτό. Τον οδηγούσα, νόμιζα, τον πήγαινα αλλά και με πήγαινε. Όταν έκλεινε τα παραθυρόφυλλά του, όπως μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής, δε μπορούσα καθόλου να φωτίσω μες το κεφάλι του και να δω.

Κάποια στιγμή, θυμήθηκα ένα παλιό νουνό που είχα, ένα ανθρωπάκι μάλαμα. Μοναχικός ήταν κι αυτός και παντρεμένος με τη Μικρασιάτισσα θεία μου που, γιά διάφορους λόγους, δε την πήγαινα. Όλο του κολλούσε και τον πίεζε, ενώ αυτός έπλεε σε γαλήνιες (;) θάλασσες αφηρημάδας.
Όταν μεγάλωσα, εξαφανίστηκα και χαθήκαμε. Κάποια φορά τον βρίσκω που παραθέριζαν στην Αγία Τριάδα, στη Σαλονίκη. Είχε πάει λίγο πιό πέρα απ΄τους άλλους που θαύμαζαν το ηλιοβασίλεμα, είχε γυρίσει την πλάτη του στη θάλασσα και κοιτούσε προς το κενό, πάνω σε μιά ψάθινη πολυθρόνα.
Πήγα κοντά του, χαμήλωσα, τού΄πιασα το χοντρό του γόνατο.
- Πώς πάει, νουνέ;
- Κωστάκι, βαρέθηκα, κουράστηκα. Δε θέλω άλλο…
Τον επόμενο χρόνο έφυγε γιά πάντα.

Μετά, θυμήθηκα μιά παλιά ζωγραφιά που είχα κάνει και την είχα βαφτίσει ”Εγκέπ” (εγκεφαλικό επεισόδιο). Παρίστανε ένα λαϊκό μπεχλιβάνη τη στιγμή που παθαίνει νταμπλά, ενώ έκανε κατορθώματα σ΄ένα δρομάκι της οδού Αθηνάς, στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Χρόνια πολλά αργότερα, ανακάλυψα τον Francis Bacon (http://en.wikipedia.org/wiki/Francis_Bacon_(painter) και έμεινα άπνους. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια ζωγραφική και τόσο πόνο. Τα παραμορφωμένα πρόσωπα του που έδειχναν το απομέσα των ανθρώπων, κόλλησαν με το «Εγκέπ» και μιά τέτοια αιτία θανάτου μου κάθησε σα πολύ λογική στην ηλικία του Π.Α.

Τον οδήγησα στον παλιό του γνώριμο, το νεκρό Σάκη Μ. που ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και φίλος μου. Η συνάντησή τους κάτι του έκανε μέσα του. Το κατάλαβε ή όχι, δε ξέρω. Το ότι τακτοποίησε κάποια πρακτικά θέματα στην Τράπεζα κι έγραψε ένα γράμμα, άγνωστου περιεχομένου, στο φιντάνι του, δείχνει πως είχε ήδη πάρει κάποιες αποφάσεις.

Σας διαβεβαιώνω ότι δε ξέρω γιατί επισκέφτηκε μιά γυναίκα γιά πληρωμένο έρωτα, μπορώ όμως να καταλάβω γιατί δε μπόρεσε να λειτουργήσει.
Στη συνέχεια, κάτι μέσα του τον οδήγησε εκεί που σύχναζε το κορίτσι από αέρα και φως. Τον πήγε εκεί γιατί ένιωθε πολύ έρημος. Φαίνεται πως αυτή η ιστοριούλα μαζί της, κάτι του έκανε επίσης, αλλά η καρδιά του δεν ένιωθε πιά. Έτσι τουλάχιστο νόμιζε. Της ανοίχτηκε γιά να μη την τυραννάγαν ερωτηματικά όταν θά΄φευγε, έκανε δηλαδή το αντίθετο απ΄αυτό που συνηθίζουν οι άντρες. Τιμή του. Μετά, δεν απόμενε πιά παρά το χέρι της και η ηλεκτρική επίθεση στο κεφάλι του.

Μου είναι κατανοητό ότι η ιστορία του Παναή Αλτσίτζογλου φαίνεται μελαγχολική και μαύρη. Γιά μένα δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πλήρης ημερών και εμπειριών. Είχαν δει πολλά τα μάτια του και αυτά τα χλιαρά που μπεμπέκιζαν γύρω του, δε τού΄λεγαν τίποτα. Δεν ήταν μισάνθρωπος, δεν ήταν ότι δε καταλάβαινε τον κόσμο και την τωρινή ζωή. ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ! Νέτα και σταράτα. Μα, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, παρουσιάστηκε στη ζωή του αυτό το νέο κορίτσι που...που, τί; Να έκανε τί, μαζί της; Το χάσμα ήταν αγεφύρωτο κι ο έρωτας και η δροσιά δε φτάνουν γιά να καλύψουν όλα τα κενά. Βέβαια, δε διευκρινίστηκε αυτό το «το κορίτσι ανήκε σ΄ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε». Πολύ απλά, η Νεφέλη προέρχονταν από μιά τακτοποιημένη, «δήθεν» αστική τάξη. Τί δουλιά είχε αυτός με τέτοια; Πλήξη αφόρητη. Ας μη κοροϊδευόμαστε.

Έτζι, η πρώην φθοροποιός μηχανή αφέθηκε να τερματίσει στα χέρια της, ξέροντας πως δε θα τον ξεχνούσε ποτέ, αλλά και ξέροντας πως εκείνη θα συνέχιζε τη ζωή της εκεί που έμαθε. Ο ίδιος, έφυγε απόλυτα ικανοποιημένος και, ευτυχώς, που δε πρόλαβαν να τον «σώσουν»...

Ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση του κειμένου το elkibra-rebetiko.blogspot.com και ιδιαίτερα τον κύριο Κώστα Λαδόπουλο.

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ- ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΔΑΝΙΗΛ

ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ

Οι δοξασίες, οι παράξενες διηγήσεις, οι διάφορες συνήθειες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, τα όνειρα, εμφανίζονται και έχουν τη θέση τους ως πραγματικά γεγονότα στα οποία ο καθένας πιστεύει ή τα λαμβάνει υπόψη του για τις περαιτέρω ενέργειες στη ζωή του. Έχουν φθάσει σε εμάς μέσα από διηγήσεις ιστοριών, περιστατικών, μύθων, παραμυθιών, τραγουδιών, συμπεριφορών. Οι μυθολογίες και οι λαϊκές διηγήσεις όλων των λαών βρίθουν από «φανταστικά» γεγονότα, παράξενα όντα, ανθρώπους με ιδιαίτερες ικανότητες.

Στην ελληνική αγροτική ζωή συναντούμε κυρίως όσον αφορά τα πρόσωπα, τις νεραϊδες, τα ξωτικά, τις λάμιες, τις ξεραμένες σε διάφορες παραλλαγές. Το κύριο χαρακτηριστικό των νεράϊδων συνίσταται στο ότι ζουν πάντα κοντά σε υδάτινους τόπους (ποταμοί, λίμνες, ρέματα, βρύσες) και είναι πολύ όμορφες. Αν κάποιος τις δει δεν θα πρέπει να τους μιλήσει διότι θα χάσει τη φωνή του, αν όμως κατορθώσει και κλέψει το μαντήλι από κάποια τότε αυτή τον ακολουθεί και γίνεται γυναίκα του. Η συγκεκριμένη ιστορία έχει τόσο έντονα χαρακτηριστικά με συνέπεια να συναντάμε και σήμερα σε επαρχιακά μέρη, ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι κατόρθωσαν να «αιχμαλωτίσουν» μια νεράϊδα και να την παντρευτούν. Σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται στα δάση ή σε απόμερα σημεία οι «ξεραμένες» οι οποίες προκαλούν το φόβο, όπως και οι λάμιες. Οι λάμιες αναφέρονται και στα δημοτικά τραγούδια όπου ο ήρωας παλεύει με τη λάμια σε μια προσπάθεια να την αιχμαλωτίσει ή αυτή να τον νικήσει. Πολλές φορές συναντάται στην εκφορά του καθημερινού λόγου με απαξιωτικό χαρακτήρα προς μια κοπέλα προσδίδοντας της χαρακτηριστικά κακίας, πονηριάς και κρυψύνοιας. Σε άλλες τοποθεσίες εμφανίζεται ο αράπης (κυρίως σε πηγάδια και εγκαταλελειμένα σπίτια), ενώ αλλού εμφανίζονται ζώα, κυρίως κριάρια σε διαβάσεις ρεμάτων και χωραφιών.Τέλος είναι γνωστές οι ιστορίες με τα ξωτικά τα οποία έχουν μια απόκοσμη μορφή, αλλά και οι ιστορίες με βρυκόλακες που παρουσιάζονται και στα δημοτικά τραγούδια και είναι κοινές στις δοξασίες πολλών λαών και μάλιστα επιβιώνουν μέσα από μυθιστορήματα και ταινίες στον κινηματογράφο. Μιλώντας για φόβους μέσα στη φύση θα πρέπει να αναφερθεί και η δοξασία που συμβουλεύει κάποιον να μην απαντήσει αν ακούσει το όνομα του ενώ περπατά μόνος μέσα στο δάσος, διότι μπορεί να χάσει τη φωνή του ή να πάθει κάποιο κακό. Αυτό έχει οδηγήσει ορισμένες φορές και σε κωμικοτραγικά περιστατικά, όπως του πατέρα που καλούσε το γιο του μέσα στην νύχτα ο οποίος ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και εκείνος δεν απαντούσε διότι είχε υπόψη του τη συγκεκριμένη δοξασία. Αποδεικνύει όμως την δύναμη αυτής της πεποίθησης. Κάτι ανάλογο σε πιο θετική παραλλαγή μπορεί να έχει μια προστατευτική χροιά. Διηγείται κάποιος ότι ξεκίνησε νύχτα να πάει από το ένα χωριό στο άλλο και ότι κατά τη διάρκεια της πορείας του τον συνόδευε ένα φωτάκι μέχρι που έφθασε στον προορισμό του. Κοντά σε αυτά αναφέρονται τόποι στους οποίους έχουν συμβεί γεγονότα και έχουν «στοιχειώσει». Σε πολλά μέρη της Ελλάδας οι ντόπιοι δείχνουν έναν τόπο με μια συστάδα βράχων για τους οποίους εξηγούν ότι στην πραγματικότητα είναι μια ανθρώπινη πομπή η οποία συνόδευε μια νύφη και η οποία πέτρωσε. Πολλές φορές μάλιστα προσδιορίζουν τον τόπο αυτό με την ονομασία «στη νύφη». Επίσης σε μέρη όπου υπάρχουν κατεστραμένες ή εγκαταλελειμένες εκκλησίες διηγούνται ότι το βράδυ βλέπουν ένα φως να ξεπροβάλλει μέσα από αυτές ή ακόμα και να κινείται ακολουθώντας μια διαδρομή που συνδέει αυτή την εκκλησία με όλες τις άλλες του χωριού. Πολλές φορές οι διάφοροι τόποι συνδέονται με την εύρεση θησαυρών. Είναι γνωστή η ιστορία όπου κάποιος βλέπει στον ύπνο του να του υποδεικνύεται ένας συγκεκριμένος τόπος όπου εκεί θα βρει μικρά κανατάκια με νομίσματα, συμβουλεύοντας τον όμως να πάει εκεί μόνος και νύχτα. Αν έχει συνοδεία τότε θα βρει τα κανατάκια αλλά θα έχουν μέσα κάρβουνα. Και στην περίπτωση αυτή η πεποίθηση περί της αληθοφάνειας είναι εντονότατη αφού μέχρι πριν από λίγα χρόνια ζούσε ένας γέρος ο οποίος ισχυριζόταν ότι του είχε συμβεί αυτό το περιστατικό και μάλιστα επιδείκνυε και τα κανατάκια με τα κάρβουνα διότι φοβήθηκε να πάει μόνος. Η ιστορία αυτή δεν αφορά μόνο τον ελληνικό χώρο, αφού ο Κάρλο Λέβι στο μυθιστόρημα του «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι» αναφέρει την ίδια δοξασία η οποία υπάρχει σε ένα χωριό της Κάτω Ιταλίας. Μια άλλη ιστορία αφορά την ύπαρξη μιας γουρούνας με επτά χρυσά γουρουνάκια, η οποία είναι κάπου αόριστα θαμμένη και όποιος τη βρει θα γίνει πολύ πλούσιος. Η δοξασία αυτή μπορεί να συνδέεται με τόπους όπου παλιά υπήρχε αρχαία πόλη η οποία εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε. Φέρνει όμως και στο νου μας την προετοιμασία για την μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια, αφού σύμφωνα με την παράδοση ο υποψήφιος για μύηση έπρεπε να θυσιάσει ένα χοιρίδιο ή αργότερα να προσφέρει ένα πήλινο γουρουνάκι.

Ένας άλλος τομέας που έχει να κάνει με παράξενα όντα και ιστορίες αφορά τον χώρο των παραμυθιών. Μέσα σε αυτόν τον χώρο συμπλέκονται μυθολογικά, ιστορικά, ψυχικά στοιχεία και διαμορφώνουν την εξέλιξη του συγκεκριμένου παραμυθιού. Νάνοι, ξωτικά, νεράιδες, βασιλόπουλα και βασιλοπούλες, καλές και κακές μάγισσες, κορίτσια και αγόρια που πεθαίνουν και ανασταίνονται, όλοι αυτοί αποτελούν τους πρωταγωνιστές που συνθέτουν το σκηνικό του παραμυθιού κινούμενοι σε χώρους και χρόνους που δεν έχουν συμβατικά όρια. Ο Χανς και Γκρέτελ, η κοκκινοσκουφίτσα, η σταχτοπούτα, βασιλοπούλες ή βασιλόπουλα που αναζητούν ο ένας τον άλλον αποκαλύπτουν βαθύτατες αρχέγονες ψυχικές καταστάσεις οι οποίες βρίσκουν τα αντίστοιχα αρχέτυπα μέσα μας και γι’ αυτό είναι πάντα ευχάριστες στο άκουσμα τους, αφού πολλές φορές συνοδεύονται από ένα διδακτικό χαρακτήρα. Ίσως γι’ αυτό διαφέρουν από σύγχρονες κατασκευασμένες παιδικές ιστορίες, ο οποίες ενδεχομένως δεν έχουν ως πηγή τους τις βαθύτατες εσωτερικές όψεις του ίδιου του εαυτού μας.

Άλλες ιστορίες συνδέονται με εμφάνιση διάφορων φαινομένων τα οποία δημιουργούν ένα προαίσθημα ή έχουν προφητικό χαρακτήρα και εξηγούνται με την βεβαιότητα της επέλευσης συγκεκριμένου συμβάντος. Τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 αρκετοί ισχυρίζονται ότι είδαν στον ουρανό ένα πολύ μεγάλο αστέρι που κάλυπτε όλο τον ουρανό και το οποίο δεν το είχαν ξαναδεί. Οι γέροι αντικρίζοντας αυτό το φαινόμενο αποφάνθηκαν με σιγουριά ότι «θα έχουμε πόλεμο». Την ίδια χρονική περίοδο και μάλιστα την παραμονή της κήρυξης του πολέμου ένας αγρότης σε κάποιο χωριό στη Φθιώτιδα βγήκε στην αυλή του σπιτιού του τη νύχτα. Το σπίτι του ήταν απέναντι από την εκκλησία του χωριού και σύμφωνα με τη διήγηση του είδε τον Άγιο Γεώργιο έφιππο να κάνει κύκλους γύρω από την εκκλησία. Μπήκε μέσα στο σπίτι του, διηγήθηκε το συμβάν στη γυναίκα του και κατέληξε λέγοντας και αυτός ότι «θα έχουμε πόλεμο». Αυτή η επαφή με το επέκεινα και κυρίως μέσα από θρησκευτικές εικόνες λαμβάνει πολλές φορές και τη μορφή μιας προειδοποίησης για θετική ή αρνητική πρακτική. Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με τα ανωτέρω συμβάντα, κατά τη διάρκεια της κατοχής, μια ομάδα ιταλών στρατιωτών είχε στρατοπεδεύσει στο χώρο γύρω από ένα εξωκλήσι. Ένας ιταλός στρατιώτης εκμυστηρεύτηκε σε κάτοικο του παρακείμενου χωριού με σπαστά ελληνικά ότι «αυτό το Άγιο βαράει, βγαίνει τη νύχτα και μας χτυπάει». Ο κάτοικος του χωριού του απάντησε ότι έτσι πράττει αυτός ο Άγιος και ότι θα πρέπει να σέβονται το χώρο όπου βρίσκονται. Παραμένοντας στη διάρκεια της κατοχής, σε μία κωμόπολη της Πελοποννήσου είχαν συλληφθεί μερικοί έλληνες πατριώτες και την επόμενη ημέρα επρόκειτο να εκτελεστούν. Εκείνη τη νύχτα ο γερμανός αξιωματικός που είχε επιφορτιστεί με την εκτέλεση είδε να εμφανίζεται στον ύπνο του ένας γέρος ο οποίος του είπε ότι «αυτό που έχεις αποφασίσει να κάνεις να μην το κάνεις». Το πρωί ο γερμανός πηγαίνοντας για να εκπληρώσει το μακάβριο καθήκον του, πέρασε μπροστά από την εκκλησία και χωρίς σχεδόν να το καταλάβει μπήκε μέσα. Με την είσοδο του σ’ αυτή αντίκρυσε την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου και αμέσως αναγνώρισε τον γέροντα που είχε εμφανιστεί στον ύπνο του. Φυσικά δεν πραγματοποίησε την εκτέλεση και αργότερα, μετά το τέλος του πολέμου, επισκεπτόταν κάθε χρόνο την πόλη αυτή την ημέρα της γιορτής του Αγίου Χαραλάμπους.

Οι επαφές με το υπερφυσικό εκφράζονται πολλές φορές και με μαγικού τύπου πρακτικές ή συμπεριφορές. Είναι γνωστό ότι σχεδόν σε κάθε χωριό υπήρχε μια γυναίκα που ασχολούνταν με μάγια. Η «μάγισσα» γνώριζε να εξηγεί και να λύνει τα μάγια και δεχόταν τις επισκέψεις πολλών κατοίκων των γύρω περιοχών. Κρατούσε μυστικότητα σχετικά με αυτά που έκανε και συχνά εξαφανιζόταν τις νύχτες χωρίς να ξέρει κανείς που πηγαίνει και τι κάνει. Αρκετές φορές οι πράξεις τους θεωρούνταν ψεύτικες, κομπογιανίτικες, αλλά πολλές φορές υπήρχαν δείγματα ενεργειών που προξενούσαν την απορία, το φόβο και δημιουργούσαν ερωτηματικά. Μια παρέα νέων σε ένα χωριό αποφάσισε να παρακολουθήσει τη γυναίκα που ασχολούνταν με τα μάγια κατά τις νυχτερινές της εξόδους για να δουν τι έκανε. Όταν νύχτωσε την είδαν να βγαίνει από το σπίτι της και να πηγαίνει προς την άκρη του χωριού. Υπήρχε σκοτάδι, ο καιρός ήταν καλός, αέρας δεν φυσούσε και οι νέοι αυτοί δεν φοβούνταν παρά έκαναν κι αστεία όπως ήταν κρυμμένοι και παρακολουθούσαν. Η γυναίκα έφθασε σε ένα ρέμα στην άκρη του χωριού και διάβηκε το γεφύρι του. Μόλις η παρέα προσπάθησε να την ακολουθήσει σηκώθηκε πάνω στο γεφύρι ένας πολύ δυνατός ανεμοστρόβιλος δημιουργώντας έναν αδιαπέραστο τείχο αποτρέποντας τους να προχωρήσουν. Φοβήθηκαν πολύ και μάλιστα διασκορπίστηκαν στα πιο κοντινά συγγενικά τους σπίτια, όπου κάποιος από αυτούς διηγήθηκε το περιστατικό. Προφανώς η γυναίκα αυτή είχε αναπτύξει κάποιες πρακτικές απώθησης μέσα από την ιδιαίτερη της πρακτική την οποία εξασκούσε τη νύχτα. Παρεμφερή περιστατικά αναφέρονται για γυναίκες που μαζεύονται και χορεύουν γυμνές στο φως του φεγγαριού κάνοντας διάφορες τελετουργίες. Ένα τέτοιο περιστατικό διηγείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα του «Οι Μάγισσες». . Η χριστιανική θρησκεία εξέβαλε όλα αυτά στο χώρο της αρνητικής μαγείας, φαίνεται όμως ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες των γυναικών έχουν να κάνουν ενδεχομένως με πανάρχαιες τελετουργίες γυναικείων τυπικών που αφορούσαν την ιδιαίτερη φύση της γυναίκας.

Μιλώντας για μαγικού τύπου πρακτικές μπορούμε να αναφερθούμε σε «τεχνικές» που έχουν να κάνουν με τα ζώα και με τα φυσικά φαινόμενα. Σε ένα νησί του Αιγαίου οι κάτοικοι «δέναν» τους αητούς για να μην ορμούν στα πρόβατα τους, επίσης όταν έβλεπαν ένα μεγάλο σύννεφο να απλώνεται πάνω στο νησί θεωρούσαν ότι θα προκαλέσει καταστροφές και τότε έπαιρναν ένα μαχαίρι και χάραζαν στο χώμα και με αυτόν τον τρόπο κατόρθωναν να κόψουν το σύννεφο και να το καταστήσουν ακίνδυνο. Σε ένα άλλο νησί, αυτός που προβαίνει στο γνωστό σε όλους μας «ξεμάτιασμα» ταυτόχρονα «βγάζει και τον ήλιο»,προφανώς μια προσπάθεια να αποφευχθεί το κάψιμο του παθόντα από τον ήλιο.

Οι συνομιλίες και η επικοινωνία ζωντανών και νεκρών αποτελεί ένα θέμα αρκετά δημοφιλές στη λαογραφία. Ανατρέχοντας στα δημοτικά τραγούδια επισημαίνουμε το «τραγούδι του νεκρού αδελφού» σύμφωνα με το οποίο ο νεκρός αδελφός θα γυρίσει από τον Κάτω Κόσμο για να εκπληρώσει την δέσμευση που έχει αναλάβει στη μητέρα του και να της φέρει την αδελφή του που βρίσκεται παντρεμένη στα ξένα και αυτή ζητά να τη δει. Είναι συγκλονιστικός ο διάλογος με τον νεκρό αδελφό όπου εκφράζονται απορίες για την εμφάνιση του. Αλλά υπάρχουν και διάλογοι με το χάρο για να αφήσει τους νεκρούς να επιστρέψουν στον κόσμο των ζωντανών.

Στα ταφικά έθιμα διακρίνουμε επίσης μια διάσταση πολύ σημαντική κυρίως στα όσα έχουν να κάνουν με την προπομπή του νεκρού για το ταξίδι του. Ο νεκρός έχει στο στόμα του ένα νόμισμα ή κρατά στα χέρια του χρήματα. Από τα βάθη της μυθολογίας προέρχεται αυτή η εικόνα αφού ο νεκρός θα πρέπει να πληρώσει το βαρκάρη που θα τον περάσει από τον ποταμό που οδηγεί στον Άδη. Όταν εξέρχεται από το σπίτι κάποιος σπάει ένα πιάτο ή ένα κεραμίδι υποδεικνύοντας έτσι την απελευθέρωση του μέρους εκείνου του ανθρώπου που αποτελεί την ουσία του και το οποίο παραμένει αθάνατο. Αυτός ο συμβολισμός φαίνεται να υπάρχει και στις παραδόσεις άλλων λαών. Στην ταινία «Ο Μικρός Βούδας», ο βουδιστής μοναχός σπάει την κούπα με το τσάι και αυτό χύνεται στο πάτωμα υποδεικνύοντας έτσι το μέρος που δεν καταστρέφεται. Κατά την επιστροφή των συγγενών από την κηδεία τοποθετείται στο δωμάτιο του νεκρού ένα καντήλι και όλοι κοιτάζουν μήπως πλησιάσει κάποιο έντομο στην άκρη του. Θεωρούν ότι αυτή είναι η ψυχή του νεκρού που τριγυρνάει ακόμα σε γνώριμους χώρους και έρχεται να πιει από το λάδι του καντηλιού. Σε αυτό το περιστατικό αναφέρεται και το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Μια Ψυχή» στο οποίο περιγράφεται ακριβώς αυτή η συνήθεια.

Όλα αυτά τα γεγονότα, οι δοξασίες, οι συνήθειες και τα έθιμα υποδεικνύουν μια στενή σχέση με την τελετουργική-ψυχική προσέγγιση του ανθρώπου με τον κόσμο που τον περιβάλλει – ορατό και αόρατο. Αγγίζει λεπτές πτυχές του βαθύτερου πυρήνα του και προσδιορίζει μια διαδικασία μέθεξης που έχει να κάνει με το άγνωστο και το ανεξήγητο που παίρνει διάφορες μορφές, από την πιο ιερή μέχρι την πιο βέβηλη. Η προσέγγιση και μελέτη αυτών των καταστάσεων πρέπει να πραγματοποιείται προφανώς χωρίς προκαταλήψεις, αλλά με σεβασμό, δεδομένου ότι κάποιος που βιώνει μια τέτοια κατάσταση τη θεωρεί ως πλήρως φυσιολογική θεωρώντας ότι έχει σχέση με τη λειτουργία του κόσμου. Ταυτόχρονα αυτές οι καταστάσεις βοηθούν σε μια πιο ολοκληρωμένη μελέτη της ιδιοσυγκρασίας του καθενός αφού αγγίζουν λεπτές καταστάσεις της συνείδησης.

Νίκος Δανιήλ